- οὐλαμοεργός
- οὐλᾰμ-οεργός, ὁ, = foreg., epith. of the planet Mars, Cat.Cod.Astr.1.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλαμοεργός — οὐλαμοεργός, ὁ (Α) (επίθ. για τον πλανήτη Άρη) πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + εργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek